Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατὰ μίαν ς

См. также в других словарях:

  • συμμετρία — Έστω ένα επίπεδο Ε και ένα σημείο του Ο. Ορίζεται τότε μια απεικόνιση ένα με ένα του Ε πάνω στον εαυτό του (ένας «μετασχηματισμός» του Ε) ως εξής: σε κάθε σημείο Ρ του Ε παίρνουμε ως εικόνα του το (μοναδικό) σημείο P’ του Ε με την ιδιότητα: OP =… …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… …   Dictionary of Greek

  • Πέρεθ Γκαλντός, Μπενίτο — (Pιrez Galdos, Λας Πάλμας, Κανάρια 1843 – Μαδρίτη 1920). Ισπανός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος της Ισπανίας του 19ου αι. Πήρε πτυχίο νομικής από το πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, πόλη όπου έζησε σχεδόν χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • вьсѧкыи — (вьсѧкыи3000) пр. 1. Всякий, каждый, любой: И не всѩкого чл҃вка въведи въ домъ свои блюді сѩ зълодѣ˫а (πάντα) Изб 1076, 148; на сеи правдѣ. первоѥ ходити новгородцю послѹ и всѩкомѹ новгородцю. Гр 1189–1199 (новг.); вьс˫акомѹ же хот˫ащю быти… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… …   Dictionary of Greek

  • ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»